Ο Νίκος Κούρκουλος “έφυγε” από τη ζωή σαν σήμερα το 2007. Ήταν ο δευτερότοκος γιος ενός αγρότη με καταγωγή από την Κέρκυρα και μεγάλωσε στου Ζωγράφου.
Ασυμβίβαστος, ανεξάρτητος και αγωνιστής αγάπησε τον αθλητισμό και στο γυμνάσιο έγινε ποδοσφαιριστής στην ομάδα της καρδιάς του, τον Παναθηναϊκό.
Η μεγάλη στιγμή ήρθε λίγο αργότερα, όταν διαβάζοντας βιβλία για το θέατρο, πήρε ξαφνικά την απόφαση να γίνει ηθοποιός. Στην απόφαση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο ο Μάνος Κατράκης, τον οποίον ο Κούρκουλος εκτιμούσε απεριόριστα και τον καθοδήγησε να δώσει εξετάσεις στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1958.
Το 1957 εμφανίζεται για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, στην ταινία «Ο μπαρμπα-Γιάννης o κανατάς», με συμπρωταγωνιστή τον Βασίλη Αυλωνίτη. Το 1958-59 πραγματοποιεί την πρώτη του θεατρική εμφάνιση, δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν, στην «Κυρία με τις Καμέλιες» του Αλέξανδρου Δουμά.
Αίσθηση προκαλεί το 1960 με την ερμηνεία του στη «Μικρή μας πόλη». Οι μοναδικές ερμηνείες του και το αυθεντικό του ταλέντο δεν άργησαν να αναγνωρισθούν και τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου.
Στο θέατρο τον είδε ο Γιάννης Δαλιανίδης και τον πήρε για να παίξει σε ταινίες που παρήγαγε η Φίνος Φιλμ. Η ταινία «Κατήφορος» (1961), σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη, με τη Ζωή Λάσκαρη και τον Κώστα Βουτσά, έκανε μεγάλη αίσθηση στο κοινό και ήταν μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Ταινίες όπως αυτή, αλλά και «Κοινωνία ώρα μηδέν» (1966, όπου λέει και την γνωστή ατάκα «Όχι άλλο κάρβουνο!»), σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου, «Λόλα» (1964), πάλι σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου, «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» (1965), σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη, τον καθιέρωσαν σαν το σκληρό, δίκαιο, καλόκαρδο άνδρα, σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς θα πρέπει να προσθέσουμε και το «γοητευτικός» που, δικαιωματικά, του ανήκε. Βραβεύτηκε δύο φορές στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με βραβεία α’ ανδρικού ρόλου, για την ερμηνεία του στους Αδίστακτους (1965) και τον Αστραπόγιαννο (1970).
Με ιδιαίτερα επιτυχία ερμήνευσε επίσης και πρωταγωνιστικούς ρόλους στο αρχαίο ελληνικό δράμα και σε μεγάλα κλασσικά, αλλά και σύγχρονα έργα του αμερικανικού-ευρωπαϊκού θεάτρου. Πρωταγωνίστησε σε έργα όπως στη «Μήδεια» (1959) και τον «Ορέστη» (1971) του Ευριπίδη, στον «Οιδίποδα Τύραννο» (1982) και στο «Φιλοκτήτη» (1994) του Σοφοκλή, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, που ήταν και η τελευταία του θεατρική εμφάνιση.
Αποτέλεσε παράλληλα κεντρικό πρόσωπο σε έργα όπως «Η μικρή μας πόλη» (1960), «Η κληρονόμος» (1962), «Ιούλιος Καίσαρ» (1964), «Λούλου» (1965), «Πύργος» (1964), «Όπερα της πεντάρας» (1975) με την Μελίνα Μερκούρη, «Ο Γλάρος» (1976), «Επιστροφή» (1977), «Μόνο ζευγάρι» (1980), «Ανταπόκριση» (1983), «Ψηλά από τη γέφυρα» (1986), στη «Φωλιά του Κούκου» (1987) και σε πολλά άλλα.
Αξιομνημόνευτος είναι και ο ρόλος του στο «Ποτέ την Κυριακή», σε ηλικία 32 ετών, το 1967 στις ΗΠΑ και με τίτλο «Ίλια ντάρλινγκ», σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, στο πλάι της Μελίνας Μερκούρη. Για τον ρόλο του (στην ταινία τον έπαιζε ο Γιώργος Φούντας) ήταν υποψήφιος στα θεατρικά βραβεία Τόνι. Η παράσταση άφησε εποχή και έπαιξε 320 βράδια.
Έντονη θεατρική δραστηριότητα αναπτύσσει από το 1974, όταν ιδρύει το θέατρο «Κάππα», στη θέση ενός παλιού κινηματογράφου στην Κυψέλη, τον οποίο αγοράζει. Πολλά τα έργα που ανέβασε από το παγκόσμιο δραματολόγιο: «Ταμπούρλα τη νύχτα», «Η όπερα της πεντάρας», «Γλάρος», «Επιστροφή», «Πρόσκληση στον πύργο», «Μονό ζευγάρι», «Ανταπόκριση», «Ψηλά απ’ τη γέφυρα», «Στη φωλιά του Κούκου». Συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως τον Ζυλ Ντασσέν, τον Μίνω Βολανάκη, τον Διαγόρα Χρονόπουλο, αλλά σκηνοθέτησε κι ο ίδιος.
Διατέλεσε πρόεδρος για 5 χρόνια (1975-1980) της Ένωσης των θιασαρχών του ελληνικού θεάτρου.
Το 1982 παίζει στην Επίδαυρο τον ρόλο του Οιδίποδα Τυράννου. Είναι η πρώτη σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο.
Το 1995 αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο και ανέπτυξε σημαντικά. Αλλάζει τη μορφή του νομικού προσώπου από δημοσίου δικαίου σε ιδιωτικό. Με την έναρξη της διευθύνσεώς του το Εθνικό Θέατρο αποκτά το Παιδικό Στέκι, που εγκαινιάζεται με το έργο του Μ. Περώ, «Ωραία Κοιμωμένη».
Στόχο ζωής αποτέλεσε η αναβάθμιση του ρόλου της Πρώτης Κρατικής Σκηνής στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου.
Δημιούργησε επίσης την Διεθνή Σκηνή, τη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, ενώ παράλληλα αναβάθμισε τη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Το Μάρτιο του 2006 υπέγραψε εκ μέρους της πολιτείας την οριστική σύμβαση για την ανάθεση του έργου «Αποκατάσταση και εξοπλισμός του κτιριακού συγκροτήματος του Εθνικού Θεάτρου», ένα από τα κυριότερα οράματα της καλλιτεχνικής του θητείας.
Το 1996 το Εθνικό περιοδεύει στις Η.Π.Α με το έργο Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Την ίδια χρονιά ιδρύει τη γνωστή σε όλους μας Πειραματική Σκηνή, τον Άδειο Χώρο και το Εργαστήρι Ηθοποιών.
Οι μεγάλες περιοδείες συνεχίζονται και το 1997 με την ίδρυση του Θιάσου Περιοδειών Αρχαίου Δράματος και παρουσιάζονται τα έργα Μήδεια του Ευριπίδη και Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε πολλές πόλεις του εξωτερικού. Από το 2000 αρχίζει η διοργάνωση των Θερινών Ακαδημιών Θεάτρου για ηθοποιούς. Η Πρώτη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου λαμβάνει χώρα στο Μονοδένδρι της Ηπείρου. Το 2003 διοργανώνεται η μεγάλη έκθεση θεατρικών κοστουμιών του Εθνικού στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού, δύο φορές σχεδίασε να πρωταγωνιστήσει σε παράσταση, την πρώτη στη διλογία του Γκαίτε «Φάουστ», σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου, παραγωγή που ακυρώθηκε, και τη δεύτερη για να παίξει τον Ριχάρδο Γ’ του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Σλόμπονταν Ουνκόφσκι, που επίσης ακυρώθηκε, λόγω της εμφάνισης της ασθένειάς του, το 2002.
Όσον αφορά την διεύθυνσή του, έλεγε χαρακτηριστικά: «είναι μια καρέκλα υπηρέτη και όχι άρχοντα. Δεν είναι καρέκλα μόνο για να διατάζει, να δίνει εντολές, αλλά και για να βοηθάει τους γύρω να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα».
Το 2001 ο ηθοποιός διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο στο ρινοφάρυγγα. Παρά τα προβλήματα υγείας, συνέχιζε να αγωνίζεται για το Εθνικό Θέατρο.
Η τελευταία δράση του ήταν, όταν συμφώνησε με τον Πέτερ Στάιν να σκηνοθετήσει την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Τις επόμενες ημέρες σχεδίαζε να ανακοινώσει και τη δημιουργία της Σχολής Σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου.
Το Men Exclusive σου παραθέτει ορισμένες ατάκες του μεγάλου ηθοποιού για τη ζωή που ξεχωρίζουν:
«Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο είναι το χαμόγελο ενός παιδιού».
«Όταν λέω μια κουβέντα, αυτή είναι! Δεν υπάρχει άλλη. Είναι αυτό!».
«Πάντα τη φοβόμουν την άνεση και συνεχίζω να τη φοβάμαι πάρα πολύ».
«Είμαι φεμινιστής. Μια ζωή ήμουν. Λατρεύω τη γυναίκα».
«Ο έρωτας… δεν αντέχω να μην είμαι ερωτευμένος. Είμαι ερωτευμένος ακόμη και με τα παπούτσια που φοράω. Αν πάψω να είμαι ερωτευμένος μαζί τους, παύω να τα φοράω. Τα χαρίζω, ας πούμε».