Μπορεί το θέατρο της Επιδαύρου να γέμισε ασφυκτικά με κόσμο το διήμερο 19-20 Αυγούστου, ωστόσο η εισπρακτική επιτυχία της παράστασης «’Oρνιθες» του Νίκου Καραθάνου, μάλλον δεν κατάφερε να μιλήσει τόσο καλά στη «γλώσσα» του κοινού.
Άσχετα με το αν κάποιος είναι ειδικός ή όχι, από την στιγμή που παρακολούθησε από κοντά το έργο και φυσικά πλήρωσε το εισιτήριο -ενδεχομένως με λεφτά που δεν του περίσσευαν- μόνο και μόνο για χάρη της τέχνης, έχει κάθε δικαίωμα να πει την άποψή του. Είτε είναι θετική είτε αρνητική. Είτε είναι περισσότερο γνώστης, είτε λιγότερο.
Επομένως, όπως το κοινό σέβεται τον εκάστοτε σκηνοθέτη-καλλιτέχνη-ηθοποιό πηγαίνοντας να παρακολουθήσει την παράστασή του, έτσι και ο καλλιτέχνης οφείλει να σέβεται το κοινό του, δίνοντας ένα άρτιο αποτέλεσμα.
Προσωπικά, οι «Όρνιθες» του Καραθάνου (δεν θα πω του Αριστοφάνη), δεν κατάφεραν να με βάλουν σε σκέψεις. Κάτι που άλλωστε, αποτελεί και την ουσία του θεάτρου. Ο θεατής, φεύγοντας από μια παράσταση οφείλει να προβληματιστεί, να θέσει ερωτήματα στον εαυτό του και στους γύρω του, να βρει ένα κάποιο ηθικό δίδαγμα. Κάτι που φυσικά, το βράδυ του Σαββάτου φεύγοντας από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου δεν συνέβη ποτέ. Απ΄ότι φαίνεται, όχι μόνο σε μένα, αλλά και σε πολλούς ακόμα.
Φυσικά και δεν με σόκαραν το σουτιέν ή το βρακί του Λούλη, ούτε και οι γυμνόστηθες γυναίκες πουλιά. Δεν με σόκαραν οι βρισιές, ούτε τα τακούνια, τα τζιν και τα χαβανέζικα πουκάμισα. Απλώς δεν μου άρεσαν.
Μέσα σε έναν τόσο ιερό τόπο που προκαλεί δέος, το κιτς και η άνευ ουσίας υπερβολή περισσεύουν. Δεν εντυπωσιάζουν, αντιθέτως κουράζουν και φλυαρούν.
Το τι αποκαλεί τέχνη ο καθένας είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό όπως φαίνεται. Αυτός είναι και ο λόγος που πάντα υπάρχει ένας αντίλογος, την ίδια ώρα που κάθε καλλιτέχνης βάζει την δική του πινελιά σε ένα κλασικό αρχαίο έργο, δίνοντας τη δική του απόδοση. Ωστόσο, η διαφορετική αυτή εκδοχή δεν μπορεί να είναι αρεστή σε όλους.
Σίγουρα ένα έργο που παρουσιάστηκε το 414 π.Χ, δεν μπορεί να παρουσιαστεί αυτούσιο εν έτη 2016, ωστόσο τα νέα στοιχεία θα έπρεπε να έρθουν σε μια ισορροπία με τον «κορμό» του πρωτότυπου έργου. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι ο Αριστοφάνης υπήρξε συν τοις άλλοις και ποιητής, κάτι που σε πολλά σύγχρονα έργα παραβλέπεται.
Ο Καραθάνος δημιούργησε τους δικούς του «Όρνιθες» μέσα από μια νεωτεριστική προσέγγιση, παραδίδοντας στην ουσία μια προσωπική εκδοχή επί του έργου, για χάρη της οποίας αρκετά σημαντικά τμήματα αφαιρέθηκαν, κάνοντας το φινάλε εντελώς αμφιλεγόμενο.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν πολύ καλές με τον Άρη Σερβετάλη να ξεχωρίζει μακράν. Όσον αφορά την συμμετοχή της Νατάσας Μποφίλιου, ήταν μεν αξιοπρεπής αλλά από την άλλη κάπως περιττή.
Τα κοστούμια ήταν ανύπαρκτα, αφού σχεδόν όλος ο θίασος εμφανίστηκε είτε με εσώρουχα, είτε με φόρμες, είτε με floral φορέματα, τζιν, σουτιέν και γυαλιά ηλίου, με αποτέλεσμα να μην παραπέμπει σε «όρνιθες», παρόλο που το τροπικό σκηνικό του δάσους ήταν πετυχημένο.
Ας ελπίσουμε του χρόνου να είμαστε πιο τυχεροί θεατές.