Βρισκόμαστε στη δεκαετία των 70s, κάπου στην Αμερική. Ένας serial killer εν ονόματι Jack, διαπράττει φρικιαστικά, ειδεχθή εγκλήματα σκοτώνοντας περισσότερους από 60 (!) ανθρώπους.
Ο Jack ως χαρακτήρας όμως, δεν είναι απλά άλλος ένας ψυχασθενής. Κάθε δολοφονία είναι για εκείνον ένα έργο τέχνης…
Της Κωνσταντίνας Μπιτζήλου
O ίδιος κάνει αναδρομή της “καριέρας” του αφηγούμενος πέντε από τα εγκλήματα που τον σημάδεψαν. Παράλληλα, ένας συνομιλητής- φάντασμα με το όνομα Verge, αποτελεί την απόλυτη έκπληξη μέχρι το θεαματικό και άκρως σουρεαλιστικό φινάλε.
Πού έγκειται η πραγματική επιτυχία μιας ταινίας; Όταν καταφέρει να μπει μέσα στο μυαλό του θεατή.
H ταινία “The House that Jack built” το καταφέρνει με σχετική ευκολία, σχεδόν αβίαστα.
Αυτήν τη φορά, ο αντικομφορμιστής Lars von Trier, δημιούργησε μια απόλυτα psycho, ψυχωτική, βίαιη, τρομακτική, σαδιστική αλλά παράλληλα άκρως ενδιαφέρουσα, αλληγορική, γεμάτη αντιφάσεις και απόλυτα in your face mindfuck ταινία.
Aν αναλογιστούμε τις κατά συρροήν αδιάφορες, κενές, trash ταινίες που λίγο πολύ παίζουν στις κινηματογραφικές αίθουσες -πάντα με βάση τα σημερινά standards- ο Δανός σκηνοθέτης καταφέρνει το ακατόρθωτο για κάποιους άλλους.
Να κάνει τέχνη παρασύροντας τον θεατή στο δικό του μαγικό μα πάντα αλλόκοτο κόσμο. Τον κόσμο της παραφροσύνης. Έναν κόσμο γεμάτο ψυχαναγκασμό, εγωπάθεια και ναρκισσισμό. Έναν κόσμο όπου ο τέλειος φόνος παρομοιάζεται με εξαίρετο έργο τέχνης.
Aπό τη μια η ανατριχιαστική μουσική υπόκρουση με τον πιανίστα Glenn Gould (!) να παίζει Bach και από την άλλη, ο πάντα γνώριμος ήχος του Fame με την φωνή του David Bowie να ακούγεται ως background μεταξύ των πιο brutal αποτρόπαιων εγκλημάτων, αποτελούν intellectual highlights μέσα σε μια nasty ατμόσφαιρα.
Μακροσκελή νοήματα, παραβολές, αλληγορίες και παραλληλισμοί που δεν χωνεύονται πάντα εύκολα. Ένας προβοκάτορας Τrier σε μια βαθιά αυτοαναφορική ταινία, θέτει ερωτήματα για τα οποία άλλες φορές δίνει απαντήσεις και άλλες όχι.
Απ’ ότι φάνηκε όμως, η τίγρης δεν έγινε ποτέ αρνάκι. Στην ουσία, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Όσο για τον απύθμενο μισογυνισμό του; Όλα (σχεδόν) τα θύματά του είναι γυναίκες. Διότι όπως διερωτάται χαρακτηριστικά ο Jack: “Γιατί πάντα να φταίνε οι άντρες”;
Η αναφορά στη “Θεία Κωμωδία” και το ταξίδι του Δάντη στον Άδη, όπως και ο χαρακτηριστικός πίνακας του Ντελακρουά, «Δάντης και Βιργίλιος στην Κόλαση», ξεκάθαρα παρομοιάζονται με το ταξίδι του Jack στην Κόλαση.
Μια Κόλαση στην οποία δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν υπάρχει Καθαρτήριο, ούτε Παράδεισος. Είναι η Τίσις που επέρχεται μετά την Νέμεσις ως συμπατική νομοτέλεια για όλα όσα διέπραξε στη ζωή του ο Jack.
Ένας φλεγματικός Matt Dillon -αναμφίβολα στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του έως σήμερα- κι ένας επιβλητικός Bruno Ganz μέσα σε μια έντονα συγκινησιακή-υποβλητική ατμόσφαιρα, που στο τέλος δικαιώνει τον θεατή για το ατελείωτο των δυόμιση ωρών.