Γράφει η Κωνσταντίνα Μπιτζήλου
Οδυσσέας Eλύτης. Η ποίησή του αναβλύζει ανθρωπιά, μυρίζει Αιγαίο και θυμίζει Ελλάδα. Κλείνει μέσα της το γαλάζιο της θάλασσας της αγαπημένης, τα πανέμορφα νησιά, τα κατάρτια και τον λαμπερό ήλιο, όλα στοιχεία του ήθους της ποίησής του.
Η αγάπη, ο έρωτας, η χαρά, ο πόνος, το δάκρυ, ο Θεός, ο θάνατος. Όλοι βρίσκουμε προεκτάσεις μέσα από την ποίησή του, προσπαθώντας να ταυτιστούμε με ποικίλους τρόπους. Τόσο στα εύκολα όσο και στα δύσκολα. Ιδίως στα δύσκολα. Ιδίως τώρα.
Όσα ζούμε μας οδήγησαν να κλειστούμε στο «κελί» μας και να έρθουμε πιο κοντά με τον βαθύτερό μας εαυτό. Nα σκεφτούμε, να αναλογιστούμε, να κάνουμε μια ενδοσκόπηση για όσα πέρασαν και για όσα πρόκειται να έρθουν.
Μόλις πριν από λίγο ανακοινώθηκε και επίσημα η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Γενικό LOCKDOWN. «Kατέβασε ρολά» η Πολιτεία, «κατέβασε ρολά» η κοινωνία, «κατεβάσαμε ρολά» εμείς, ο πλανήτης όλος. «Κατέβασε ρολά» και η ανθρωπιά μας;
Θα έρθουμε αντιμέτωποι με όλον αυτόν το χρόνο που ξαφνικά μοιάζει τόσος πολύς και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με δαύτον. Ξαφνικά ο χρόνος περνάει σε άλλη διάσταση. Κυλλάει αβίαστα αργά, σχεδόν βασανιστικά. Μέχρι πρότινος γκρινιάζαμε ότι ο χρόνος δεν μας φτάνει για τίποτα.
Όλα μπήκαν στην αναμονή. Στην αναμονή και η ζωή μας;
Η φράση «Την τελευταία λέξη δεν θα την έχει ο θάνατος» την οποία δανείστηκε στη χθεσινή ενημέρωση ο Σωτήρης Τσιόδρας, είναι από τα «Ανοιχτά Χαρτιά», από το κείμενο «Πρώτα- Πρώτα η Ποίηση», του μεγάλου Οδυσσέα Ελύτη.
Ακολουθεί χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη άλλα που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός.»
Σε τέτοιες δύσκολες ώρες λοιπόν, μπορεί να μην μας επιτρέπεται να συνεχίσουμε σε μια φυσιολογική κανονικότητα, μπορεί να μην μας επιτρέπεται να ταξιδέψουμε όπως συνηθίζαμε, μας επιτρέπεται όμως να διαβάσουμε και να ταξιδέψουμε νοερά σε έναν καλύτερο κόσμο. Αυτόν που εμείς οι ίδιοι θα φτιάξουμε. Αυτόν που ήδη προσπαθούμε να φτιάξουμε. Αλλάζουμε όλοι εμείς, αλλάζει ο κόσμος όλος. Για το καλό όλων μας.
Ακολουθούν μερικά από τα ωραιότερα αποσπάσματα των έργων του Οδυσσέα Ελύτη:
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959)
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ’ τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
O ίδιος εξηγεί σε παλαιότερη συνέντευξή του, πώς έγραψε το «Άξιον Εστί».
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.»
Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ (1971)
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους
Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ’ τη μέση τούς δοξολογεί.
ΠAΡΑΠΟΝΟ (1972)
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα
Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα ‘ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (1971)
Θα πενθώ πάντα –μ’ ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο
Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
Ο Ελύτης, στα εξήντα του χρόνια, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι (1969-1971) συνέθεσε «Το Μονόγραμμα», έναν ερωτικό ύμνο που έμελλε να περάσει ως ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα
Δεν είναι λίγοι οι ποιητές που έχουν εμπνευστεί από τη μυθική Ελένη. Ο Ελύτης έγραψε για μιαν Ελένη των Προσανατολισμών που περιλαμβάνεται στην ενότητα Σποράδες. Πρόκειται ωστόσο, για πραγματικό πρόσωπο. Για μιαν Ελένη που ο ίδιος ερωτεύθηκε. Στον «Μεγάλο Ερωτικό» (1972) ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποιεί ένα απόσπασμα από το ποίημα «Ελένη» του Ελύτη, από τη συλλογή του «Προσανατολισμοί» (1940), και του δίνει για τίτλο τον πρώτο στίχο από αυτό: «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής».