Ο συνδυασμός της ιταλικής ρίζας με τη γαλλική φινέτσα, της απαράμιλλη γοητείας με την αρρενωπότητα, κατέστησε τον Ιβ Μοντάν έναν από τους κορυφαίους ηθοποιούς της Γαλλίας, έναν σταρ με υποκριτικό βάθος, έναν ιδεολόγο, που κατέκτησε όλο τον πλανήτη με τις ταινίες του.
Όμως, ο Μοντάν θα μπορούσε να είναι και ένα αστέρι του τραγουδιού, με το οποίο μπήκε στο χώρο του θεάματος, καθώς στα νιάτα του λάτρευε το μιούζικαλ και ειδικά το είδος του καμπαρέ, επηρεασμένος από τον Φρεντ Αστέρ. Η χαρακτηριστική βαθιά, με την ατελείωτη γκάμα αποχρώσεων φωνή του αποτελούσε σήμα κατατεθέν για την παρουσία του στις ταινίες, αναδεικνύοντας το σπάνιο χάρισμα να μεταμορφώνει σε μελωδία ακόμη και τον προφορικό λόγο.
Ο Ιβ Μοντάν συνεργάστηκε με μεγάλους σκηνοθέτες, έκανε ταινίες που έμειναν κλασικές, έφτασε στην κορυφή, τον αγάπησαν με πάθος οι γυναίκες, μερικές απ’ τις πιο διάσημες στο χώρο του θεάματος, αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ να μάχεται για τις ιδέες του, για τους αγώνες του λαού, τη δημοκρατία, την ειρήνη, ακόμη και παραμερίζοντας την κινηματογραφική του καριέρα.
Με ευκαιρία τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη γέννησή του (13 Οκτωβρίου 1921) και τα 30 χρόνια από το θάνατό του, που συμπληρώνονται σε περίπου ένα μήνα (9 Νοεμβρίου 1991), αξίζει να θυμηθούμε την πολυκύμαντη πορεία της ζωής του, τους πολιτικούς αγώνες του, τη σχέση του με την Ελλάδα και τις κορυφαίες στιγμές του στον κινηματογράφο.
Η διάλεκτος της Τοσκάνης θα του δώσει το… Μοντάν
Ο Ίβο Λίβι, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε σε ένα χωριό της Τοσκάνης, στο Μονσουμάνο Τέρμε, από φτωχούς αγρότες γονείς, που υπήρξαν μαχητικοί κομμουνιστές και για τον λόγο αυτό, εγκατέλειψαν την Ιταλία το 1923, με την άνοδο των φασιστών του Μουσολίνι. Εγκαταστάθηκαν στη Μασσαλία, ένα φιλικό λιμάνι για την ιδεολογία τους, όπου ο έφηβος Ιβ δούλεψε και στο σαλόνι ομορφιάς της μεγάλης αδελφής του και αργότερα ως λιμενεργάτης.
Έπειτα από την απόκτηση της γαλλικής υπηκοότητας κι ενώ ο νεαρός Ίβο έγινε Ιβ και είχε αρχίσει να παλεύει με το τραγούδι, ο ίδιος επέλεξε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Μοντάν -ίσως για να μην ξεχάσει ποτέ την καταγωγή του, τη μάνα του, που με τη διάλεκτο της Τοσκάνης τού φώναζε «Ivo, monta», για να αφήσει το παιχνίδι και να επιστρέψει στο σπίτι.
Τραγούδι, χορός και Πιάφ
Ο Μοντάν, που θαύμαζε τον Φρεντ Αστέρ και είχε θαμπωθεί από το μιούζικαλ της χρυσής περιόδου, έμαθε να χορεύει και να τραγουδά από 18 χρόνων και σύντομα άρχισε να εμφανίζεται σε τοπικά μιούζικ χολ, ενώ ταυτόχρονα δούλευε και στο λιμάνι. Μάλιστα, παρότι «άψητος», ήταν τέτοια η γοητεία του πάνω στη σκηνή, που κατάφερε να υπογράψει συμβόλαιο στο φημισμένο »Αλκαζάρ» της Μασσαλίας, αλλά και πάλι βρήκε μπροστά του τους φασίστες, καθώς ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μετά το τέλος του Πολέμου, συναντήθηκε με την Εντίθ Πιαφ, που ήταν ήδη σταρ. Θα τον ερωτευθεί παράφορα και θα τον βοηθήσει να μπει στον δρόμο της δόξας, τοποθετώντας τον δίπλα της στην ταινία, την πρώτη τής σταδιοδρομίας του, «Αστέρι Χωρίς Φως», ένα δράμα του Μαρσέλ Μπλιστέν.
Η Σινιορέ και η Μονρόε
Έτσι, η Γαλλία θα ανακαλύψει ένα αστέρι που θα μπορούσε να μπει δίπλα ακόμη και στο όνομα του ιερού τέρατος Ζαν Γκαμπέν. Ο αυτοκαταστροφικός χαρακτήρας τής Πιαφ θα διακόψει το ερωτικό τους πάθος, αλλά όχι και την πορεία του Μοντάν. Το 1951 θα έρθει στη ζωή του μία άλλη σπουδαία γυναικεία προσωπικότητα, η Σιμόν Σινιορέ, με την οποία παντρεύτηκε και έζησαν μαζί μέχρι το πρόωρο τέλος της κορυφαίας ηθοποιού.
Ανάμεσά τους υπήρξε, μετά το αρχικό πάθος, ένας ειλικρινής αλληλοσεβασμός, αν και ο γόης Μοντάν είχε πολλές παράλληλες ερωτικές σχέσεις, με ηθοποιούς και απλές όμορφες κοπέλες. Η περίφημη σχέση του, όμως, με την Μέριλιν Μονρόε, όταν συνεργάστηκαν στο πασίγνωστο μιούζικαλ «Έλα να Αγαπηθούμε» (1960) θα προκαλέσει αναταράξεις στη σχέση τους, πληγώνοντας ανεπανόρθωτα την Σινιορέ.
«Το Μεροκάματο του Τρόμου»
Το 1953, θα είναι μια χρονιά σταθμός για τον Μοντάν, όταν ο τεράστιος Ανρί Κλουζό θα τον επιλέξει να πρωταγωνιστήσει στο αριστουργηματικό «Το Μεροκάματο του Τρόμου», ένα μεγαλειώδες δραματικό θρίλερ, στο οποίο μια ετερόκλητη παρέα τυχοδιωκτών, θα πρέπει να μεταφέρει μέσα από κακοτράχαλους δρόμους κάποιας λατινοαμερικάνικης χώρας, φορτίο νιτρογλυκερίνης, με την αδρεναλίνη να φτάνει σε επίπεδα έκρηξης.
Ο Ιβ Μοντάν θα κάνει τον ρόλο της ζωής του, πετώντας από πάνω του όλα τα χαρακτηριστικά, όλα τα χαρίσματα που τον έκαναν διάσημο, για να κρατήσει μόνο την ερμηνευτική του δύναμη, το πνεύμα της ταινίας, για τη μελαγχολική, απαισιόδοξη πορεία του ανθρώπου. Μια ταινία, μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, που κέρδισε και το Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες και τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
«Ο Κόκκινος Κύκλος» και το «Ζ»
Ο Ιβ Μοντάν θα γυρίσει στη συνέχεια πολλές και ιδιαιτέρως αξιόλογες ταινίες, μερικές απ’ τις οποίες παραμένουν κλασικές. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το αστυνομικό θρίλερ του άλλου κορυφαίου Γάλλου σκηνοθέτη Ζαν Πιέρ Μελβίλ «Ο Κόκκινος Κύκλος» (1971) έχοντας δίπλα του τους Αλέν Ντελόν, Μπουρβίλ και Βολοντέ ή το πολιτικό δράμα «Ο Πόλεμος Τελείωσε» (1966) του Αλέν Ρενέ.
Ο κατάλογος με τις αξιομνημόνευτες ταινίες του ατελείωτος. Ωστόσο, ο Μοντάν θα κάνει και πολλά ακόμη πολιτικά φιλμ, με κυριότερο ίσως το «Ζ» του Κώστα Γαβρά.
Ένα φιλμ με το οποίο θα συνδεθεί στενά και με την Ελλάδα και τον αγώνα κατά της χούντας και του δεξιού παρακράτους. Κράτησε τον ρόλο του Λαμπράκη, έχοντας δίπλα του τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν που υποδύθηκε τον Σαρτζετάκη και την Ειρήνη Παπά στο ρόλο της συζύγου τού δολοφονημένου αγωνιστή. Ο Μοντάν, όμως, θα λάβει ενεργό ρόλο και στην καταδίκη της χούντας σε διεθνές επίπεδο, μαζί με την Σινιορέ. Θα επηρεαστεί από τη γνωριμία του με τον Γαβρά, όταν γύρισαν μαζί τα πολιτικά φιλμ «Βαγόνι Δολοφόνων», «Η Ομολογία» και «Κατάσταση Πολιορκίας».
Η αγάπη του για τους Έλληνες
Αγάπησε την Ελλάδα και τους Έλληνες, όπως όλους τους κατατρεγμένους λαούς, από τη Λατινική Αμερική έως την Τσεχοσλοβακία. Άλλωστε ο Μοντάν δεν ανακάλυψε τους κοινωνικούς αγώνες και την Αριστερά στο πέρασμα του χρόνου. Υπήρξε στρατευμένος κομμουνιστής από τα νιάτα του, αλλά εξέφρασε τις αντιρρήσεις του για τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» από την εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία, ενώ διέρρηξε οριστικά τις σχέσεις του με το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας το 1968, για την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία. Παρέμεινε, όμως, μαχητικός αριστερός για πάντα και ειρηνιστής και εναντιώθηκε στους πολέμους της Αλγερίας, του Βιετνάμ και του Περσικού το 1991, λίγο πριν το πρόωρο τέλος του.
Ο χαμός του το 1991 ήταν ξαφνικός. Χωρίς καμία αρρώστια, κάποια ένδειξη προβλήματος υγείας, ο θάνατός του σόκαρε τους Γάλλους και συγκίνησε παγκοσμίως. Η Γαλλία τον πένθησε σαν Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η πιο σωστά σαν τον ιδανικό πρόεδρο που ονειρεύονταν οι Γάλλοι…