Υπάρχει μια all time clasic συνταγή για αυτού του είδους τις ταινίες. Στοιχειωμένα σπίτια, δαίμονες από την κόλαση, τρεμάμενα φώτα, σκοτεινοί διάδρομοι, μικρά παιδιά που παγιδεύονται από κακά πνεύματα, υπόγεια που ανεβάζουν τον τρόμο σε άλλο level και εφιαλτικοί ήχοι που σπάνε την απαράμιλλη σιωπή. Όλα αυτά τα αποκαλούμενα κλισέ, δεν απουσιάζουν από την σκηνοθεσία του Τζέιμς Γουάν στο Conjuring 2 (Το Κάλεσμα 2).
Το θέμα όμως είναι αλλού: Kατάφερε αυτήν την φορά το sequel της πρώτης ομώνυμης ταινίας να ξεπεράσει την μετριότητα των ταινιών τρόμου;
H αλήθεια είναι πως οι προσδοκίες ήταν μεγάλες, κυρίως λόγω της εμπορικής αλλά και καλλιτεχνικής επιτυχίας της πρώτης ταινίας, αφού το “Κάλεσμα” του 2013 ανέβασε κατά πολύ των μέσο όρο, κυρίως λόγω της αγωνίας, των μεγάλων ανατροπών, της έντασης που αύξανε σε crescendo ρυθμούς, μα πάνω απ’ όλα λόγω των αληθινών μαρτυριών και του μυστηριώδους πέπλου που κρύβει πάντα ένα real story που έρχεται από τα παλιά.
Σε ανάλογους ρυθμούς κινείται και η δεύτερη εκδοχή της ταινίας, γυρνώντας το χρόνο πίσω στο μακρινό Λονδίνο του 1977, όπου ξανά το ζεύγος Γουόρεν πρέπει να αντιμετωπίσει ένα σατανικό πνεύμα μέσα από μεταφυσικά φαινόμενα που συμβαίνουν στο σπίτι μιας φτωχής -πλην τίμιας- πενταμελούς οικογένειας.
Τα συναισθήματα είναι παρόμοια με την πρώτη εκδοχή της ταινίας και οι ομοιότητες πολλές. Πάρα πολλές για την ακρίβεια. Όπως άλλωστε συμβαίνει σχεδόν σε κάθε μεταφυσικό θρίλερ. Οι φαν του είδους σίγουρα θα ικανοποιήσουν την περιέργειά τους, όμως οι πολύ απαιτητικοί μάλλον… δεν θα καταφέρουν να νιώσουν αυτό το “touch” που λείπει κατά βάση στις περισσότερες εν λόγω ταινίες. Πολύ απλά γιατί ακολουθούν ένα συγκεκριμένο τελετουργικό με το τέλος να είναι -δυστυχώς- και σχεδόν πάντα κάτι περισσότερο από προβλέψιμο.
Highlight: Οι σκηνές που προβάλλονται στο τέλος μέσα από από μια σειρά αληθινών φωτογραφιών της οικογένειας που έζησε στ’ αλήθεια τότε τον τρόμο στο Άμιτιβιλ, είναι πιο ανατριχιαστικές από οποιοδήποτε fake εφέ.